παπαγαλία

παπαγαλία
η [παπαγάλος]
1. μηχανική απομνημόνευση, άκριτη αποστήθιση
2. (χωρίς άρθρο ως επίρρ.) με παπαγαλίστικο τρόπο, σαν παπαγάλος, με άκριτη απομνημόνευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”